Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ Βασίλης ΚΥΡΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ bk97875@yahoo.co.uk | ![]() |
[Το παρόν κείμενο δεν εκφράζει τις θέσεις του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών. Εκφράζει εξ ολοκλήρου την θέση του συντάκτη. Ο Σύλλογος Κωνσταντινουπολιτών βοηθά το συντάκτη, παραχωρώντας την βιβλιοθήκη των e-mail, όπως και έπραττε για κάθε ομογάλακτο].
Προς έκφραση της πραγματικότητας, προς έκφραση της ιστορικής αλήθειας παραθέτοντας ιστορικά γεγονότα, καταλήγοντας σε σχετικές ερωτήσεις και συμπεράσματα, θέλω να εκφράσω την αγανάκτησή μου προς σ’ όλους τους “ειδικούς” ανιστόρητους, στους ασεβείς “θεολόγους” και “ιερείς”, οι οποίοι “μεθοδικά” έχουν κατακλείσει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και επιτίθενται σ’ ένα θεσμό -ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ- που κράτησε για αιώνες το “είναι” του Ελληνισμού .
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Σύνταγμα της Ελλάδας 2001
ΑΡΘΡΟ 3
1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου κθ’ 29 Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου του 1928.
2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη.
…
Ν 590/1977/Α-146. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΌΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’
Γενικαί Διατάξεις
Άρθρον 1
Παρ. 3. Η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει τας Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, συμφώνως προς από τον 29ης Ιουνίου 1850 Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Τόμον και τας από Ιουλίου 1866 και Μαΐου 1882 Πατριαρχικάς Συνοδικάς Πράξεις και τας Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, συμφώνως προς τας από 4ης Σεπτεμβρίου 1928 Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Πράξιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έχει ως μέλη πάντας τους κατοικούντας εν τη περιοχή αυτών Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Παρ. 4. Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, η Αποστολική Διακονεία, ο ΟΔΕΠ, το ΤΑΚΕ, το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Το Εκκλησιαστικόν Ορφανοτοφείον Βουλιαγμένης, ως και τα λοιπά Εκκλησιαστικά Καθιδρύματα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Μητροπόλεων, τα λειτουργούντα μέχρι της ισχύος του παρόντος τα κεκτημένα νομικήν προσωπικότητα, είναι Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, λειτουργούν δε επί τη βάσει των υφισταμένων μέχρι σήμερα οργανισμών αυτών, οίτινες δύνανται να συμπληρούνται και να τροποποιώνται εφ’ εξής διά κανονιστικών αποφάσεων, εκδιδομένων υπό του οικείου Αρχιερέως, δι’ ων θα ρυθμίζονται τα της διοικήσεως, διαχειρίσεως, ελέγχου και εν γένει λειτουργίας αυτών, ως και τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως του προσωπικού αυτών.
Παρ. 5. Η εις Κρήτην, Δωδεκάνησον και Άγιον Όρος κρατούσα Εκκλησιαστική κατάστασις, διεπομένη υπό του ισχύοντος εν αυταίς πατριαρχικού καθεστώτος, δεν θίγεται διά του παρόντος.
…
Άρθρον 3
Παρ. 1. Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.) συγκροτουμένη εκ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ως Προέδρου, και εκ πάντων των διαποιμαινόντων Μητροπόλεις Αρχιερέων, διαρκές δε διοικητικόν όργανον αυτής είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) συγκροτουμένη κατά τα εν άρθρω 7 του παρόντος οριζόμενα. Αμφότεραι εδρεύουν εν Αθήναις.
…
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’
Περί της Διοικητικής Διαιρέσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος
Άρθρον 11
Παρ. 1. Η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών και τας Μητροπόλεις:
Α’ Της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος:
α) Αιτωλίας και Ακαρνανίας, β) Αργολίδος, γ) Άρτης, δ)Αττικής, ε) Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως, στ) Γυθείου και Οιτύλου,… (αναφέρονται 41).
Β’ Του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου:
α) Αλεξανδρουπόλεως, β) Βεροίας και Ναούσης, γ) Γρεβενών, δ) Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος, ε) Δράμας, στ) Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, … (αναφέρονται 35).
…
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’
Περί Εκλογής Μητροπολιτών
Άρθρο 17
Παρ. 1. Εκλογή Αρχιερέως διενεργείται μόνον υπό της Ι.Σ.Ι. και εκ του εκάστοτε ισχύοντος καταλόγου κατά τα εν τοις επομένοις οριζόμενα.
Παρ. 2. Προκειμένου να εκλεγή τις Αρχιερεύς δέον να είναι εγγεγραμμένος εν τω καταλόγω των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων.
Παρ. 3. Εν τω καταλόγω τούτω εγγράφονται και κληρικοί κεκτημένοι τα υπό του επομένου άρθρου προβλεπόμενα προσόντα και υποδεικνυόμενοι υπό της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ισχυουσών κατά τα λοιπά των διατάξεων του παρόντος νόμου. Οι ούτως εγγραφόμενοι είναι εκλόγιμοι μόνον δια τας Μητροπόλεις των Νέων Χωρών.
…
ΠΡΑΞΙΣ
Αναθέσεως Των εν Ελλάδι Επαρχιών Του Οικουμενικού Θρόνου εις Την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Αρ. Πρωτ. 2231
Ακλόνητον την βάσιν της κανονικής τάξεως έχουσα και διαφυλάττουσα η Αγία του Χριστού Εκκλησία εν τη της εκκλησιαστικής διοικήσεως οικονομία, οίδε και είωθεν εν τη εμμελεί αυτής περί της απανταχού ιεράς ευταξίας και καταστάσεως φροντίδι ευθετίζειν και διέπειν τα επί μέρους κατά τα ανάγκας και τους καιρούς, εναρμόνιον πάντοτε στοχαζομένη αποφαίνειν πανταχού κατά την χρείαν των καιρών και των πραγμάτων την ιεράν τάξιν, ήπερ η εκκλησιαστική κατάστασις καθωραΐζεται.
Επειδή τοίνυν, προκειμένου και περί της διοικήσεως των εις το Θεοφρούρητον Κράτος της Ελλάδος τελευταίως περιελθουσών πολιτικώς Επαρχιών του καθ’ ημάς Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, κατάδηλον εγένετο ότι διά την επελθούσαν πολιτικήν μεταβολήν των κατ’ αυτάς ουκ άμοιρος δυσχερειών και ανωμαλιών ποικίλων ήν εφεξής η άμεσος αυτών παρά του Αγιωτάτου τούτου Θρόνου ως πρότερον διακυβέρνησις, η Μετριότης ημών μετά των εν Αγίω Πνεύματι αγαπητών ημίν αδελφών και συλλειτουργών, λαβόντες υπ’ όψιν κατά το χρεών την νέαν κατάστασιν και την ενδεικνυομένην εξ αυτής ανάγκην αξιοχρέου προνοίας και μερίμνης προς την προσήκουσαν ανάλογον διευθέτησιν και διοργάνωσιν και εκκλησιαστικώς των κατά τας Επαρχίας ταύτας, έγνωμεν και απεφασίσαμεν Συνοδικώς, όπως τηρουμένου του επί των Επαρχιών τούτων ανωτάτου κανονικού δικαιώματος του Αγιωτάτου Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, η διοίκησις εν τοίς επί μέρους των Επαρχιών τούτων διεξάγηται εφεξής επιτροπικώς υπό της πεφιλημένης Αγιωτάτης Αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος, προφρόνως αποδεξαμένης, συναινούσης και κυρούσης και της Εντίμου Ελληνικής Πολιτείας, όπως κατά την παράκλησιν της Μητρός Εκκλησίας αναλάβη την εντολήν ταύτην, ενεργουμένην επί τοίς εξής κυρωθείσιν εκκλησιαστικώς τε και πολιτικώς γενικοίς όροις:
Α. Άπασαι αι εις Ελληνικόν Κράτος περιελθούσαι Επαρχίαι του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, πλήν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της νήσου Κρήτης, διαφυλαττούσης το άχρι τούδε αυτόνομον αυτής καθεστώς, υπάγονται εφεξής υπό την άμεσον διακυβέρνησιν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, επεκτεινούσης και των Επαρχιών τούτων εν πάσι το σύστημα της διοικήσεως και την τάξιν των ιδίων αυτής Επαρχιών.
Β. Άμεσος ως εκ τούτου κεντρική και των Επαρχιών τούτων ανωτέρα εκκλησιαστική αρχή αναγνωρίζεται εφεξής η εν Αθήναις Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, ής συμμετέχουσι και οι Μητροπολίται των Επαρχιών τούτων, καλούμενοι εις αυτήν κατ’ ίσον αριθμόν προς τους εκ των Επαρχιών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος προσκαλουμένους αρχιερείς και κατά τον αυτόν τρόπον και σύστημα και μετά των αυτών δικαιωμάτων.
Γ. Κατ’ ίσον αριθμόν και μετά των αυτών δικαιωμάτων συμμετέχουσι και παρεδρεύουσιν οι εκ των εν Ελλάδι Επαρχιών του καθ’ ημάς Αγιωτάτου Οικουμενικού Θρόνου και εν τω Διοικητικώ Συμβουλίω του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και εν τω Εποπτικώ Συμβουλίω της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως.
Δ. Οι των εν Ελλάδι Επαρχιών του καθ’ ημάς Αγιωτάτου Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου αρχιερείς συμμετέχουσιν ωσαύτως υποχρεωτικώς και των Γενικών Συνόδων της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και ως έν σώμα συσκέπτονται και λαμβάνουσιν αποφάσεις από κοινού, εξ ίσου ισχυούσας και δια τας αυτόθι Επαρχίας του Πατριαρχικού Θρόνου.
Ε. Οι των εν Ελλάδι Επαρχιών του Πατριαρχικού Θρόνου αρχιερείς εκλέγονται εφεξής και αποκαθίστανται εις τας οικείας έδρας καθ’ όν τρόπον και σύστημα και οι της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος επί τη βάσει καταλόγου εκλεξίμων, συντεταγμένου υπό της εν Αθήναις Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δικαιουμένου και τούτου υποδεικνύειν υποψηφίους, απαγορευομένων των αρχιερατικών μεταθέσεων από επαρχίας εις επαρχίαν. Προσωρινώς μόνον το γε νύν, εφ’ όσον εισέτι υπάρχουσιν εν Ελλάδι διαθέσιμοι πρόσφυγες αρχιερείς, η πλήρωσις χηρευούσης τινός μονίμου Μητροπόλεως της περιοχής του εν Ελλάδι Πατριαρχικού κλίματος δύναται διενεργείσθαι, αποφάσει της εν Αθήναις Ιεράς Συνόδου, δι’ αποκαταστάσεως τινος εκ των προσφύγων τούτων αρχιερέων, ή διά μεταθέσεως αρχιερέως κατέχοντος προσωρινήν Μητροπολιτικήν έδραν, ή διά διορισμού τινος εκ των ήδη υπαρχόντων βοηθών Επισκόπων, ών ο θεσμός εφεξής καταργείται.
ΣΤ. Υπαγόμενοι εφεξής εν πάσιν υπό τους νόμους της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, οι εν Ελλάδι αρχιερείς του Πατριαρχικού Θρόνου, δικάζονται καθ’ όν τρόπον και οι αρχιερείς της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, κεκτημένοι μόνον το δικαίωμα του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου εν περιπτώσει ποινών αργίας ή καθαιρέσεως ή τινος τοιούτου.
Ζ. Η τε χηρεία και η πλήρωσις επαρχίας τινός της περιοχής της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου αναγγέλλεται τω Οικουμενικώ Πατριάρχη υπό του Προέδρου της εν Αθήναις Ιεράς Συνόδου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, αποστέλλοντος εκάστοτε προς Αυτόν και αντίγραφον του υπομνήματος της εκλογής των αποκαθισταμένων αρχιερέων, καθώς επίσης και την κατά την χειροτονίαν αρχιερατικήν αυτών ομολογίαν, οσάκις πρόκειται περί νεωστί χειροτονίαν αρχιερατικήν αυτών ομολογίαν, οσάκις πρόκειται περί νεωστί χειροτονουμένων. Ωσαύτως κατά τον αυτόν τρόπον αγγέλλεται τω Οικουμενικώ Πατριάρχη η πρόσκλησις των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου προς συμμετοχήν εις την εν Αθήναις Ιεράν Σύνοδον, το Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον και το Εποπτικόν Συμβούλιον της Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, ως και εις τας Γενικάς Συνόδους της Ιεραρχίας. Η ανάληψις δε των ποιμαντορικών καθηκόντων αναγγέλλεται προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και δι’ ιδίου γράμματος του εκλεγέντος νέου αρχιερέως, αποστελλουμένου ωσαύτως δια της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η. Διά της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος οι αρχιερείς των Πατριαρχικών Επαρχιών αποστέλλουσιν ωσαύτως κατ’ έτος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην αντίγραφον των προς την Ιεράν Συνόδον της Ελλάδος τακτικών ετησίων εκθέσεων αυτών, περί της εν ταίς Επαρχίαις αυτών εκκλησιαστικής καταστάσεως.
Θ. Οι εν Ελλάδι Μητροπολίται του Οικουμενικού Θρόνου μνημονεύουσι του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου, ού η εκλογή διεξάγεται κατά τα από τίνος γιγνόμενα.
Ι. Διατηρούνται απαραμείωτα τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχου επί των εν Ελλάδι Ιερών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών, μνημονευομένου εν αυταίς του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου και εκάστοτε υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος δια του Προέδρου αυτής ανακοινουμένης προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην της εκλογής των νέων Ηγουμενοσυμβουλίων των Μονών τούτων. Αλλ’ η διοίκησις όμως των Μονών και η εν γένει διαχείρισις και ο επ’ αυτών έλεγχος υπάγονται υπό την άμεσον δικαιοδοσίαν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, εφαρμοζούσης και επί των Μονών τούτων τας ισχυούσας δια τας εν τη ιδία αυτής περιοχή Ιεράς Μονάς διατάξεις. Η διάλυσις όμως τυχόν ή η συγχώνευσις Πατριαρχικής τινός Σταυροπηγιακής Μονής διενεργείται πάντοτε μετά προηγουμένην συνεννόησιν με το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.
Ταύτα ούτω Συνοδικώς εγκριθέντα και αποφασισθέντα κυρούνται και δια της παρούσης Πατριαρχικής ημών και Συνοδικής Πράξεως, καταστρωθείσης εν τω κώδικι της καθ’ ημάς Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, εν ίσω δε και απαραλλάκτω αποστελλομένης και τη Αγιωτάτη Αδελφή Εκκλησία της Ελλάδος.
Κύριος δε ο Θεός, ο τα Πάντα προς το συμφέρον του ευσεβούς Αυτού λαού οικονομών, ευλογοί πάντοτε εν πάσι και αύξοι τα κατά την Αγίαν Αυτού εν Ελλάδι Εκκλησίαν έν τε τη άλλη αυτής περιοχή και εν ταίς αυτόθι Επαρχίας του καθ’ ημάς Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, ίνα και ημείς “χαίρωμεν βλέποντες την τάξιν αυτών και το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως”.
Εν έτει σωτηρίω αλκή μηνός Σεπτεμβρίου δ’, Ινδικτιώνος ιβ’
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειος, αποφαίνεται.
Ο Κυζίκου Καλλίνικος, Ο Νικαίας Βενιαμίν, Ο Προύσης Νικόδημος, Ο Νεοκαισαρείας Αμβρόσιος, Ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος,
Ο Ίμβρου και Τενέδου Ιάκωβος, Ο Θεοδωρουπόλεως Λεόντιος, Ο Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνος, Ο Χριστουπόλεως Μελέτιος,
Ο Μύρων Πολύκαρπος, Ο Λαοδικείας Δωρόθεος.
——————
[Σημ. Το κείμενο “Πράξις του 1928” έχει γραφεί σε πολυτονικό. Λόγω μεταφοράς κειμένου στο διαδίκτυο αναγκαία μετατράπηκε σε μονοτονικό χωρίς αλλαγή στις λέξεις] βκ.
…
Μετά τις πολιτικές αλλαγές του Β’ παγκοσμίου πολέμου, σήμερα οι εν Ελλάδι Ιεραί Αρχιεπισκοπαί και Μητροπόλεις, αι υποκείμεναι τω Οκουμενικώ Θρόνω είναι:
1. Εκκλησία Κρήτης, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και (8) Μητροπόλεις,
2. Ιεραί Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (4),
3. Ιεραί Μητροπόλεις Βορείου Ελλάδος (Νέων Χωρών) (36).
…
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Από του πρώτου Επισκόπου Στάχυος (38 -54) έως του Μητροφάνους (306-325), το Βυζάντιο ήταν Επισκοπή υπαγόμενη εις την Μητρόπολιν Ηρακλείας. Όταν καθιερώθηκε η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα κράτους, ο Επίσκοπος της Κων/πολης προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Από τον Ι. Χρυσόστομο (398 – 404) ο Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ονομάζεται Πατριάρχης και η έδρα του Πατριαρχείου μεταφέρεται στην Αγ. Σοφία. Ο πρώτος Πατριάρχης που προσηγορεύθη “Οικουμενικός” ήταν ο Ιωάννης ο Νηστευτής (585 – 595), όμως ο πρώτος Πατριάρχης που προσηγορεύθη και υπέγραψε ως “Οικουμενικός Πατριάρχης” είναι ο Γερμανός β’ (1222-1240) [1].
Τα προνόμια που έχει μέχρι σήμερα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ερείδονται επί Κανόνων Οικουμενικών Συνόδων, επομένως είναι αδιάσειστα, διαχρονικά και αιώνια. Με τον ΚΗ’ Κανόνα της δ’ Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα (451) αποφασίζεται, ότι ενώ τα πάντα λοιπά Πατριαρχεία έχουν συγκεκριμένα όρια, το της Κωνσταντινουπόλεως επεκτείνεται εις πάσα οικουμένη.
Μετά την άλωση, το Πατριαρχείο αλλάζει έδρες στην Κων/πολη: (1453-1456) Αγίων Αποστόλων, (1456-1586) Μονή της Παμμακαρίστου, (1586-1597) Παναγιά Βλαχ-σεραγίου, (1597 -1601) Αγ. Δημητρίου Κανάβη, από 1601 και τούδε Αγ. Γεωργίου Φαναρίου.
Μετά την άλωση η Ορθόδοξη Βαλκανική υποδουλώνεται. Η μοναδική ελεύθερη Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή παραμένει αυτή της Ρωσίας. Το 1589 παραχωρείται το αξίωμα της Αυτοκεφάλου εις την Εκκλησία της Ρωσίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στηρίζει τους υπόδουλους Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Το οικονομικό σύστημα της κεντρικής εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι την πρώτη μεταρρύθμιση του 1839 και η οικονομική επιβίωση της Ορθοδοξίας μέσα σ’ αυτό το σύστημα, τυγχάνει να είναι άγνωστη στον Ελλαδικό Ακαδημαϊκό χώρο και περισσότερο δε στον απλό Έλληνα πολίτη. Η γνώση των ιστορικών αυτών δεδομένων θα βοηθήσει στην κατανόηση της κατάστασης του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού κράτους (1821), αλλά και της νεοϊδρυθείσας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος (1850).
Το οικονομικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στηρίζονταν στα εισοδήματα των τριών θησαυροφυλακίων [2]:
* Κεντρικό θησαυροφυλάκιο (Hazine-i Amire). Ως βασικό εισόδημα παρουσιάζονταν η φορολογία των τεχνιτών, τελωνίων κ. α.. Όμως η άτακτη και ανοργάνωτη προσκομιδή είχε ως αποτέλεσμα να είναι πάντα μείoν.
* Θησαυροφυλάκιο των Tımar (τιμάρ), δηλαδή διαχείριση εισοδημάτων που προέρχονταν από την φορολογία των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Οι 3 κατηγορίες εκτάσεων (Has, Tımar, Zeamet), φορολογούνταν από τον τοπικό διοικητή. Τα εισοδήματα δεν αποστέλλονταν στο κέντρο, αλλά χρησιμοποιούνταν για την οργάνωση του τοπικού στρατού και για την κάλυψη στρατιωτικών εξόδων του τοπικού διοικητή.
* Το προσωπικό θησαυροφυλάκιο του Σουλτάνου (ceb-i hümayun), τα έσοδα ήταν τα προσωπικά πλούτη του Σουλτάνου, αλλά και τα έκτακτα εισοδήματα (όπως από διορισμό διοικητού, ενθρόνιση Πατριάρχη κ.α.), γενικά ονομάζονταν “peşkeş”. Το πεσκέσι από την ενθρόνιση Πατριάρχου ανέρχονταν σε 1000 χρυσές λίρες [3].
Οι μη Μουσουλμάνοι πλήρωναν διπλούς φόρους τα Harac-I mukaseme και Harac-I muvazzafa, δηλαδή το “χαράτσι”.
Όσο η Οθωμανική επικράτεια ήταν σχετικά μικρή, οι μάχες με τους γείτονες ήταν λιγότερο δαπανηρές και έφεραν κέρδη (λάφυρα, νέα καλλιεργήσιμα εδάφη, νέους φορολογούμενους κ. α.). Μετά το 17ο αιώνα οι μάχες άρχισαν να είναι μακροχρόνιες (πχ. η μάχη της Κρήτης του 1645 διαρκεί 25 έτη) και δαπανηρές, ενώ τα αποτελέσματα δεν έφεραν κέρδη στην κεντρική εξουσία. Για κάλυψη των ελλειμμάτων η κεντρική εξουσία με διάφορα τεχνάσματα αυξάνει το “χαράτσι”. Ο μη Μουσουλμανικός πληθυσμός, κάτω από τους ανυπόφορους φόρους, δυσκολεύονταν να διατηρήσει τα καλλιεργήσιμα εδάφη [4], τα οποία συχνά άλλαζαν ιδιοκτήτη (συνήθως Μουσουλμάνοι). Λόγω του συστήματος “t?mar” οι Μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες αναγκάζονταν να συμμετέχουν στους πολέμους ως εφεδρικές δυνάμεις, άρα σε μακροπρόθεσμους πολέμους τα εδάφη έμεναν ακαλλιέργητα και οι προβλεπόμενοι φόροι ανείσπρακτοι.
Το έλλειμμα καλύφθηκε από εσωτερικό δανεισμό. Άτομα προπληρώνοντας τον αναλογούντα φόρο για εύλογο χρονικό διάστημα αγόραζαν τα εισοδήματα συγκεκριμένης περιοχής της Αυτοκρατορίας, όπως επίσης αναλάμβαναν και την είσπραξη των φόρων της περιοχής. Η κεντρική εξουσία έκλεινε τα μάτια της στο ύψος και στον τρόπο που εισπράττονταν οι φόροι από τους δανειστές. Ο πρώτος και εύκολος στόχος ήταν οι μη Μουσουλμάνοι. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί εξεγέρσεις αλλά και αντιδράσεις του Οικουμενικού Θρόνου, που ήταν και ο αντιπρόσωπος του “Rum Milleti” (των Ελλήνων σε Μουσουλμανικά εδάφη) και άλλων ορθοδόξων εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας.
Τις αντιδράσεις αυτές τις πληρώνουν με την ζωή τους οι Πατριάρχες: Ιωακείμ α’ (1504), Κύριλλος ο Λούκαρις (1638), Κύριλλος ο Κοντάρης (1639), Παρθένιος ο β’ (1651), Παρθένιος γ’ (1675), Νεόφυτος ε’ (1707), Ιερεμίας γ’ (1723) και τέλος ο Γρηγόριος ε’ (1821), ως συνεργός των επαναστατημένων Ελλήνων απαγχονίζεται στην Πύλη του Πατριαρχείου ανήμερα του Πάσχα.
Παρότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μεταγενέστερη, την περίοδο εφαρμογής του Ισλαμικού δικαίου δεν είχε κρατικό οικονομικό σχέδιο όπως το Βυζάντιο, η Ρώμη και οι Αρχαίες Ελληνικές πόλεις. Το κράτος είχε την υποχρέωση να προσφέρει μόνο την ασφάλεια (εσωτερική και εξωτερική) με δυνατό στρατιωτικό σύστημα, ενώ εκπαίδευση, υγεία, θρησκευτική οργάνωση και εν γένει κοινωνικές παροχές ήταν θέμα ιδιωτών ή βακουφιών (Vakıf)[5].
Βασικές κοινωνικές παροχές όπως : περίθαλψη απόρων, αποπληρωμή λίτρων, φροντίδα ορφανών, βασική επαγγελματική ασφάλεια, δημοτικές υπηρεσίες (οι πρώτοι οργανωμένοι Δήμοι εμφανίζονται μετά το 1860) κ.α.., καλύπτονταν από τα βακούφια.
Ο θεσμός των βακουφιών ήταν Ισλαμικός και βασίζονταν σε μια απλή λειτουργία γύρω από τους θρησκευτικούς χώρους. Για να στηριχθεί ένα θρησκευτικό ίδρυμα το οποίο επίσης πρόσφερε και κοινωνικό έργο, δημιουργούνταν ένα κέντρο, το οποίο αποδέχονταν δωρεές από δωρητές. Ο δωρητής εφόσον με Εντολή Σουλτάνου (“vakfiye”) δώριζε το ακίνητο (“mevkuf”) στο αντίστοιχο βακούφι, το ακίνητο αιώνια (ebediyyet) θα έμενε στην ιδιοκτησία του βακουφιού και δεν φορολογούνταν με κανένα έμμεσο ή άμεσο φόρο.
Οι Έλληνες επωφελούμενοι του θεσμού, εφόσον κάτω από αβάστακτους φόρους δεν μπορούσαν να συντηρήσουν τα καλλιεργήσιμα εδάφη τους, ως λύση για να μην τα απομυζούν οι Μουσουλμάνοι τα δώριζαν στην εκκλησία, η οποία είχε αναλάβει και τις κοινωνικές παροχές. Το νομικό κενό του θεσμού χρησιμοποιήθηκε και από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της Υψηλής Πύλης, αφού πολύ Οθωμανοί προνομιούχοι για να μην πληρώσουν φόρους, με την ευλογία του Σουλτάνου ιδρύουν δικά τους βακούφια και δωρίζουν τα ακίνητά τους στα βακούφια και τα οικογενειακά μέλη ως διαχειριστές αυτών. Το σύστημα αυτό επικράτησε μέχρι την εμφάνιση των Νεότουρκων στην εξουσία (1908). Σημειώνεται ότι το 1850 το 1/3 των εκτάσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανήκουν σε βακούφια.
Μέχρι το 1840, το Ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να συντηρηθεί, λόγω του ότι το 60% των εδαφών του ανήκουν στην εκκλησία, και κατ’ επέκταση στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Πατριάρχες αυτής της περιόδου προσπαθούν να βοηθήσουν, όμως 3 εξ αυτών εξορίζονται : ο Άνθιμος γ’ (1824), ο Χρύσανθος (1826) και ο Αγαθάγγελος (1830).
Οι Φαναριώτες που είχαν συμμετάσχει στην Ελληνική επανάσταση το 1850, κατορθώνουν να δημιουργήσουν την Αυτοκέφαλη Ελληνική Εκκλησία. Το Πατριαρχείο δωρίζει τα ακίνητα της μέχρι τότε Ελληνικής επικράτειας στην Αυτοκέφαλη Ελληνική Εκκλησία. Όμως με το πέρας του χρόνου οι ξένες δυνάμεις που ελέγχουν την Ελλάδα προσπαθούν δια μέσου της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας να επέμβουν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, που ήταν και το κέντρο της Ορθοδοξίας σ’ όλη την Οικουμένη.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κάτω από την ίδια λογική παραχωρεί την αξία του Αυτοκέφαλου στις Εκκλησίες: Σερβίας (1879), Ρουμανίας (1885) και πολύ μετά Αλβανίας (1937) και Βουλγαρίας (1945).
Με τη κατάκτηση της εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Νεότουρκους, επικρατεί η εθνικιστική τάση του “Παντουρκισμού”. Ένας από τους βασικούς στόχους των Νεότουρκων είναι και ο θεσμός του Πατριαρχείου [6]. Ξεκινά η εκδίωξη και η φυγή των Ορθοδόξων πληθυσμών από τις πατρογονικές αυτών εστίες, που συνεχίζεται μέχρι και τις ημέρες μας (το Πατριαρχείο σήμερα, ως Οικουμενικό ακολουθεί το Ποίμνιά του οργανώνεται σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία κρατώντας τις αιώνιες αξίες ζωντανές και τους Κανόνες εν ισχύ).
Η έντονη ανάμιξη των Ελληνικών πολιτικών κομμάτων στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως αρχές του 20ου αιώνα δημιουργεί ρήγμα μεταξύ Μητροπολιτών της Ανατολίας και Μητροπολιτών της ελεύθερης Ελλάδος. Ο αγώνας Βασιλικών-Βενιζελικών με ανάμιξη των κομματικοποιημένων λαϊκών στην υπό κατοχή Κωνσταντινούπολη[7], έχει ως αποτέλεσμα ο Παπα Ευθύμης να αποσχιστεί από το Πατριαρχείο, πιστεύοντας ότι θα “περισώσει κάτι” από τους Χριστιανούς της Ανατολίας. Προσχωρεί στο στρατόπεδο του Κεμάλ ιδρύοντας την “Τούρκο – Ορθόδοξη Εκκλησία”.
Το χειρότερο αποτέλεσμα των γεγονότων είναι ότι η Μικρασιατική καταστροφή βρίσκει το Πατριαρχείο τελείως ανοργάνωτο και αποδυναμωμένο από την Ρωσική υποστήριξη. Η Κομμουνιστική Ρωσία υποστηρίζει τον Κεμάλ, ο οποίος ιδρύει “λαϊκή δημοκρατία” στη θέση της Θεοκρατούμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως εκτός που χάνει τα προνόμια δεν έχει πλέον και νομική υφή.
Στις προετοιμασίες για τη Συνθήκη της Λωζάννης, ενώ το Πατριαρχείο θεωρείται ανύπαρκτο στη νέα Βουλή της Άγκυρας, οι βουλευτές στις μυστικές συνεδριάσεις της Βουλής της Άγκυρας παίρνουν την απόφαση “απέλασης του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη”.[8] Το Πατριαρχείο ετοιμάζεται να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη με τον τίτλο “εν εξορία Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως”, ίσως χάνοντας και την οικουμενικότητα. Σ’ αυτή την περίοδο, ενώ Μητροπολίτες ξεχύνονται στην Ευρώπη για να βρουν υποστηριχτές ούτως ώστε το Πατριαρχείο να κερδίσει από το χαμένο κύρος του και να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, με τη βοήθεια των “λαϊκών” και κομματικοποιημένων Μητροπολιτών ενθρονίζεται ως Πατριάρχης ο εξ Αμερικής Μελέτιος δ’ (Μεταξάκης), χαρακτηρίζοντας τους Κυβερνώντας τότε το Ελληνικό κράτος “ως εχθρούς της Συνεννοήσεως” (18/1/1922). Οι Curzon και Briand δεν χάνουν την ευκαιρία, απορρίπτουν την ύπαρξη του Πατριαρχικού αντιπροσώπου και δέχονται ως συνομιλητή μόνο τον Βενιζέλο.
Με τη συμφωνία των Μουδανιών στις 11/10/1922, λήγει ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος με πλήρη ήττα των Ελληνικών δυνάμεων.
Στις 17/11/1922, οι Η.Π.Α. με την μεσολάβηση του ναύαρχου Chester ενημερώνουν την Τουρκική Εθνοσυνέλευση για την ύπαρξη της Οθωμανό -Αμερικάνικης Πετρελαϊκής Εταιρείας και ζητούν από την Άγκυρα την αναγνώριση των δικαιωμάτων της εταιρείας. Μετά τις συναντήσεις τον Δεκέμβριο του 1922, στις 10/4/1923, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποδέχεται το “σχέδιο Chester” και δίνει προνόμια στην εταιρεία για τα πετρέλαια της Μεσοποταμίας[9]. Ενδιάμεσα, στις 20/1/1923 ο Κεμάλ με δηλώσεις σε εφημερίδα καταφέρεται σκληρότατα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υποστηρίζοντας ότι “η θέση του είναι τουλάχιστον στην Ελλάδα”. Ο Μελέτιος παραιτείται του Θρόνου.
Στις 6/12/1923 ανέρχεται στον Οικουμενικό Θρόνο ο Γρηγόριος ζ’ (Ζερβουδάκης), ως πρώτος Πατριάρχης υπό το καθεστώτος της Τουρκικής Δημοκρατίας. Στις συζητήσεις στην Λωζάννη, το πατριαρχείο δεν έχει αντιπρόσωπο. Η τουρκική αντιπροσωπεία προσπαθεί δια μέσου της συνθήκης να “εξορίσει τον Πατριαρχικό θεσμό”, ενώ ο Βενιζέλος το χρησιμοποιεί ως δυνατό χαρτί διακυβέρνηση των εναπομεινάντων Ορθοδόξων στην Τουρκία. Τέλος βρίσκεται η λύση μετά την πρόταση του Lord Curzon. Το πατριαρχείο θα παρέμενε ως “θρησκευτική ηγεσία” χωρίς να είναι νομικό πρόσωπο ή επίσημος θεσμός. Σήμερα ισχύει το ίδιο κατεστημένο, ενώ είναι η αρχή των Ορθοδόξων Χριστιανών σ’ όλη την Οικουμένη, για την Τουρκία είναι “ο απλός εκτελεστής των θρησκευτικών καθηκόντων”.
Η ομογένεια προσπαθεί να εδραιωθεί γύρω από τις επιμέρους Μητροπόλεις της Κωνσταντινούπολης (Χαλκηδόνος, Δέρκων, Πριγκηπονήσων Ίμβρου και Τενέδου) εφόσον διέθεταν νομική αντιπροσώπευση έναντι των τουρκικών αρχών. Ως πρώτο βήμα, προσπάθησαν να κατοχυρώσουν τα εκκλησιαστικά ακίνητα. Όμως μετά την απέλαση του νέου εκλεγμένου Πατριάρχη του Κωνσταντίνου στ’ (Αράπογλου) από τις Τουρκικές αρχές (και με την σύμφωνο γνώμη των Ελλήνων[10]) με την δικαιολογία ότι ανήκει στον ανταλλάξιμο πληθυσμό, ο αντικαταστάτης του Βασίλειος γ’ (Γεωργιάδης) με την προτροπή του Βενιζέλου και κάτω από την απειλή απαλλοτρίωσης των Πατριαρχικών ακινήτων από την Τουρκία, υπογράφει την “Πράξι” του 1928.
Στις 5/6/1935 με ν.2762 η Τουρκία αποδέχεται την ύπαρξη των μη μουσουλμανικών βακουφιών, η λειτουργία των οποίων αναφέρεται εκτενέστερα στο νόμο. Το 1933 το 15% των εκτάσεων της Τουρκικής Δημοκρατίας ανήκαν σε βακούφια [11]. Παράλληλα δε επικυρώνεται η λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα πλαίσια της Τουρκίας. Το Τουρκικό κράτος, ως μη αποδεχόμενο ως θεσμό το Πατριαρχείο, το εντάσσει στη Νομαρχία της Κωνσταντινουπόλεως. Θέτει ως βασική προϋπόθεση επιλογής Πατριάρχου “τη διάθεση της Τουρκικής υπηκοότητας και να είναι μόνιμος κάτοικος της Τουρκίας” και την επικύρωση την κατάσταση των υποψηφίων για το Πατριαρχικό αξίωμα από τον Νομάρχη.
Στις 29/12/1935 μετά το θάνατο του Φωτίου β’, ο Νομάρχης Κων/πόλεως Muhittin Uludağ κατόπιν υπόδειξης του Υπ. Εσωτερικών Şükrü Kaya απορρίπτει τα φωτισμένα ονόματα υποψηφίων. Η Ελλάς σιωπά. Η Ιερά Σύνοδος μετά από ταραχώδη διαδικασία, εκλέγει ως Πατριάρχη των υπερήλικα Βενιαμίν (Κυριακού), η εκλογή αποκαλείται ως modus vivendi. Ο Βενιαμίν δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του β’ Παγκοσμίου πολέμου και στον “ληστρικό φόρο του 1941-1943”.
Το 1946 ο Μάξιμος ε’ με δεκαετή καθυστέρηση αναλαμβάνει Πατριαρχικά καθήκοντα. Τακτοποιεί τα εσωτερικά προβλήματα, στέλνει επιστολές σ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες (Εσθονία, Λατβία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία και Ρωσία κ.α.) και καλεί σε “Πανορθόδοξο Διάσκεψη”. Αρχές του ψυχρού πολέμου, η κλήση σε συνδιάσκεψη των Εκκλησιών που ελέγχονται από το τότε Κομμουνιστικό μπλοκ δεν αρέσει σε κάποιους κύκλους. Κατόπιν “διαδικασιών” ο Πατριάρχης Μάξιμος ε’ συναντάται με δύο Ιατρικές Επιτροπές. Την πρώτη απαρτίζουν Τούρκοι Ιατροί και τη δεύτερη Έλληνες απεσταλμένοι από την τότε Ελληνική Κυβέρνηση. Και οι δύο επιτροπές καταλήγουν ότι ο Πατριάρχης “έπασχε από νευρική ασθένεια”. Το πρώτο ιατρικό δελτίο συντάχθηκε στην τούρκικη γλώσσα και μεταφράστηκε στα Ελληνικά, ήταν σύντομο και ομιλούσε περί καταλήξεως της ασθενείας σε ίασιν, ενώ το δεύτερο που συντάχθηκε την ίδια ημέρα στα Ελληνικά, είναι εκτενές και ομιλεί περί απαλλαγής του “ασθενούς Πατριάρχου” από τα βάρη των πατριαρχικών καθηκόντων. Επεμβαίνουν οι αρμόδιοι από το Υπ. Εξ. της Αθήνας δια την διακοπή της θεραπείας αυτού με ηλεκτροπληξίες.
Ο Πατριάρχης μετά την ακολουθία της Μ. Εβδομάδος του 1947, αποφάσισε να μεταβεί στην Αθήνα ως φιλοξενούμενος του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών κα πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού. Παραμένει στην Κηφισιά υπό παρακολούθηση καθηγητών Ιατρών. Μόλις έγινε γνωστό τα πρώτο θετικό εξ αυτών αποτέλεσμα, υψηλά ιστάμενα πρόσωπα του Υπ. Εξ. της Ελλάδος διαμαρτυρήθηκαν στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ισχυριζόμενα ότι το θέμα της υγείας και θεραπείας του Πατριάρχου, αφορά την κυβέρνηση.
Οι Αρχιεπίσκοποι της Κωνσταντινούπολης δέχονται προτάσεις για την εκλογή νέου Πατριάρχου και ως υποψήφιος υποδεικνύεται ο Βορ. & Νοτ. Αμερικής Αθηναγόρας, ο οποίος κατάγονταν από την Ήπειρο και από το 1910 ήταν μόνιμος κάτοικος χωρών εκτός Τουρκίας. Η ίδια πρόταση έγινε από τον Δαμασκηνό προς τον Μάξιμο ε’ ζητώντας να παραιτηθεί του Θρόνου. Αν και ο Μάξιμος ε’ αρνείται αρχικά την παραίτηση, μετά από έντονες πολιτικές διαβουλεύσεις Η.Π.Α., Τουρκίας και Ελλάδας, στις 18/10/1948 παραιτείται του Πατριαρχικού θρόνου. Την 1/11/1948 μετά την αφαίρεση 3 ονομάτων από την κατάσταση υποψηφίων από τον Νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο Έλλην υπήκοος κάτοικος Αμερικής Αθηναγόρας εξελέγη Πατριάρχης από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου.
Ο νέος Πατριάρχης δεν βιάστηκε να εγκατασταθεί στο Φανάρι. Στις 23/1/1949 επιβαίνων του προσωπικού αεροπλάνου του Προέδρου των Η.Π.Α., μεταβαίνει στη Γαλλία και στις 26/1/1949 στην Κωνσταντινούπολη όπου και αναλαμβάνει τα καθήκοντά του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με υπουργική απόφαση της τότε Τουρκικής κυβέρνησης, του αποδίδεται η Τουρκική υπηκοότητα και παραλαμβάνει το Τουρκικό διαβατήριο. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας α’ ήταν θερμός απόστολος της ιδέας της Ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Η πεποίθηση αυτή αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της ειλικρινούς αφοσίωσης των Πολιτών στην ιδέα της εξυπηρέτησης της Τουρκικής Πατρίδος.
Από τα μέσα του 1954, οι Τούρκοι παραβιάζοντας τη συνθήκη της Λοζάννης, αρχίζουν την πολεμική κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιώντας τους Τούρκους της Δυτικής Θράκης με στρατηγικό σχέδιο πολιτικής πίεσης επίλυσης του Κυπριακού εις όφελος της Τουρκίας. Τέλος Αυγούστου του 1955 ο Αθηναγόρας α’ δέχεται μηνύματα των γεγονότων που θα επακολουθήσουν, όμως δεν αντιδρά προς την ομογένεια.[12]
Επακολουθούν τα γεγονότα τις 6-7 Σεπτεμβρίου του 1955, με αποκορύφωμα την επίσημη απέλαση των Ελλήνων υπηκόων από την Κωνσταντινούπολη το 1964 και την αναστολή λειτουργίας της Θεολογικής σχολής της Χάλκης [13]. Ο Αθηναγόρας α’ πέθανε στις 7/7/1972. Όταν παρέλαβε τον Θρόνο, η Κωνσταντινούπολη απαριθμούσε πλέον των 200.000 Ορθοδόξων ενώ την ημέρα της κηδείας του δεν ξεπερνούσαν τις 10.000.
Μετά τον Δημήτριο α’ (1972 – 1991), το1991 ενθρονίζεται ο Βαρθολομαίος α’.
…
————————-
[1] Ιστορικόν Οικουμενικού Πατριαρχείου, 2001._
[2] Osmanlı Maliyesinde Bunalım ve Değişim Dönemi Yavuz Cezar, Alan Yayıncılık 1986.
[3] Οι Οικουμενικοί Πατριάρχες (1923-1991) Σύνδεσμος των εν Αθήνας Μεγαλοσχολιτών 1997.
[4] Αναφορές Δυτικών Περιηγητών του Ελλαδικού χώρου, Ιστορικά ένθετα Ελευθεροτυπίας.
[5] Bir Sosyal Siyaset Müessesi olarak Vakıf, Erol Kozak, Akabe Yayıncılık 1985.
[6] Fener Patırhanesi ve Türkiye, Süreyya Şahin, Ötüken Yayıncılık 1980.
[7] Η Αλήθεια, Απαντήσεις εις Μελετίου του δ’, 1926.
[8] TBMM gizli Celse Zabıtları, Türkiye İş Bankası Kültür Yayınları, 1985.
[9] Kemal Melek, Doğu Sorunu ve Milli Mücadelenin Dış Politikası Der Yayınları, 1985.
[10] Fener Patırhanesi ve Türkiye, Süreyya Şahin, Ötüken Yayıncılık 1980.[11] Halim Baki Kunter, Vakıflar Dergisi 1938, 1956.
[12] Τα Σεπτεμβριανά, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Χριστόφορος Χριστίδης, επιμέλεια Γιάννης Δ. Στεφανίδης, 2000.
[13] Denying Human Rights & Ethnic Identity, The Greeks of Turkey, Helsinki Human Rights Watch, 1992.
——————–
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ
Μετά από τα προαναφερόμενα απευθυνόμενος προς τους κατακριτές του Παναγιώτατου Βαρθολομαίου αναρωτιέμαι:
1) Παραβιάστηκε από ορισμένους Μητροπολίτες πριν από 4 χρόνια από το Σύνταγμα αναγνωρισμένο άρθρο Ι της “Πράξις του 1928”; συγχωρέθηκαν οι παραβάτες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
2) Παραβιάστηκε εξ ολοκλήρου “η Πράξις του 1928” από την ηγεσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας των Αθηνών; Πόσο καιρό πρέπει να αναμένουμε για αποκατάσταση;
3) Γιατί δέχεται πιέσεις ο μοναδικός Πατριάρχης της Ορθόδοξης Εκκλησίας που κατόρθωσε να μεγαλώσει το Ποίμνιο της Ορθοδοξίας;
4) Γιατί οι ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως πιέζονται να επικαλεστούν τους Ελληνικούς Νόμους που πανηγυρικά τους δικαιώνουν;
5) Μετά από τις 2 καταστροφικές παρεμβάσεις στον Οικουμενικό Θρόνο από Η.Π.Α. και Ελλάδα, μια νέα εξωτερική παρέμβαση θεωρείται παλικαριά, αφέλεια ή προδοσία;
7) Η αίτηση αποχώρησης του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη ιδεολογικά ταυτίζεται με την πρακτική των Νεότουρκων;
8) Γιατί δεν πήραν / παίρνουν θέση στη διεθνή κατακραυγή για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης;
9) Πρέπει να σεβόμαστε την αρχή που θεσπίσθηκε από εκκλησιαστικούς Κανόνες;
10) Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι, μετά από κάθε εξωγενή παρέμβαση στο Οικουμενικό Θρόνο, ο Ελληνισμός ζει μεγάλες καταστροφές. Μετά την παρέμβαση σας, τι πρέπει να αναμένουμε;
Αθήνα 5/5/2004
Στις 5/5/2004, προέβην εις την ως άνω ανάλυση περί της εκκλησιαστικής διένεξης, που κατέληγε σε μερικές ερωτήσεις. Αν και δεν απαντήθηκαν, δέχτηκα πολλές καλόπιστες κριτικές. Μία από αυτές ήταν ότι, οι ιστορικές αναφορές είχαν σχέση με προγενέστερα γεγονότα από την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και ότι οι τότε πολιτικές επιλογές είχαν άμεση σχέση με το κατεστημένο της Σοβιετικής Ένωσης.
Υπενθυμίζω, λοιπόν, μια από τις κυριότερες συζητήσεις που διαδραματίζονταν στον Ελλαδικό χώρο (τέλη δεκαετίας 1980, αρχές δεκαετίας 1990), Περί “Ισλαμικού τόξου” και “Πανσλαβικού τόξου”. Πολιτικές που αντιπαρατάχθηκαν στα εδάφη της Βοσνίας[1], των 4.000.000 κατοίκων (43,7% Μουσουλμάνοι, 31,3 % Σέρβοι Ορθόδοξοι κυρίως, 17,3% Κροάτες Καθολικοί, απογραφή 1991) με καταγεγραμμένες φρικαλεότητες. Τις ήμέρες εκείνες οι “ισχυρές δυνάμεις” μετέτρεψαν τον “αποσχιστικό πόλεμο” σε “θρησκευτικό πόλεμο”, επιτρέποντας και καλλιεργώντας όλες τις απάνθρωπες μεθοδεύσεις του Μεσαίωνα[2]. Σήμερα ένας από τις πρωταγωνιστές των γεγονότων, καταλαμβάνει το υψηλότερο αξίωμα Αμερικάνου πολίτη στην Ελλάδα.
“Τυχαία” ή όχι, εκείνες τις θλιβερές ημερομηνίες τρεις Μητροπολίτες (Θεσσαλιώτιδος, Αττικής, Λαρίσης) προσφεύγουν στα Πολιτικά Δικαστήρια της Ελλάδας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την απόφαση 1028/93 δικαιώνει τους τρεις μητροπολίτες κατά του τότε Αρχιεπισκόπου και επικεφαλής της Αυτοκέφαλης Ελλαδικής Εκκλησίας Σεραφείμ. Η απόφαση ανοίγει το δρόμο διαδοχής στο θρόνο της Αυτοκέφαλης Ελλαδικής Εκκλησίας στο Μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστόδουλο.
Οι τότε “εσωτερικές εκκλησιαστικές διενέξεις” πώς και γιατί προκλήθηκαν ;
Σας παραθέτω δύο άρθρα από το περιοδικό “Πάντα”, από το τεύχος 1 που δημοσιεύτηκε στα τέλη του 1993 και από το τεύχος 2 που δημοσιεύτηκε αρχές του 1994.
Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η F O T O
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “Panda” 1-6 jpg
Κατόπιν αυτών ουδείς Έλληνας επί της γης δεν πρέπει να είναι άφωνος ή να αρκεστεί στην κοινωνική του θέση (όποια και αν είναι) αλλά πρέπει να αποφανθεί (πολιτικά, δογματικά, ψυχικά) και να εκφραστεί για το μείζον πρόβλημα “των νέων χωρών”. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε μερικές περιοχές της Ελλαδικής Δημοκρατίας, αλλά έχει σχέση μ’ όλη την Οικουμένη και τον Οικουμενικό Ελληνισμό, που μερικοί αρέσκονται να τον βλέπουν υπόδουλο. Το περίεργο είναι ότι βρίσκουν υποστηρικτές “Έλληνες” παντός θέσης.
Αθήνα 17/5/2004
βκ
————————–
[1] Οι μάχες ξεσπούν από την ημέρα της διεθνούς αναγνώρισης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (4/5/1992).
[2] Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Η Μάχη της Πολυεθνικής Κοινωνίας, συλλογή κειμένων του αντιπολεμικού κινήματος, Αθήνα 1996.